πολυαγρος

πολυαγρος
    πολύαγρος
    πολύ-αγρος
    2
    ловящий много дичи
    

τινὰ πολυαγρότερον θεῖναι Anth. — ниспослать кому-л. побольше удачи в охоте


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πολυαγρος" в других словарях:

  • πολύαγρος — ον, Α αυτός που συλλαμβάνει πολλά θηράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. εύ αγρος, πάν αγρος] …   Dictionary of Greek

  • πολυαγρότερον — πολύαγρος catching much game adverbial comp πολύαγρος catching much game masc acc comp sg πολύαγρος catching much game neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάγρου — πολύαγρος catching much game masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαγρής — ές, Α πολύαγρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού πολύαγρος, κατά τα επίθ. σε ής] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυαγρία — ἡ, Α [πολύαγρος] η σύλληψη πολλών θηραμάτων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»